- ἐπενάριξον
- ἐπεναρίζωkillaor imperat act 2nd sgἐπεναρίζωkillaor imperat act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επεναρίζω — ἐπεναρίζω (Α) σκοτώνω έναν ακόμη («ἄγε με, καὶ τότ ἐπενάριξον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εναρίζω, «σκοτώνω, σκυλεύω»] … Dictionary of Greek